- προβιαζομαι
- προβιάζομαιπρο-βιάζομαιпервым применить силу, напасть
τῷ λόγῳ προβιασμένου Δημοσθένους Aeschin. — после словесных нападок или после решительной речи Демосфена
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τῷ λόγῳ προβιασμένου Δημοσθένους Aeschin. — после словесных нападок или после решительной речи Демосфена
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προβιάζομαι — Α (αποθ.) εφαρμόζω ένα μέτρο με τη βία … Dictionary of Greek
προβιάσαιτο — προβιάζομαι force aor opt mp 3rd sg προβιάζομαι force aor opt mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαδικώ — έω, Α 1. αδικώ πρώτος, κάνω αρχή τής αδικίας 2. παθ. προαδικοῡμαι, έομαι αδικούμαι πρώτος ή αδικούμαι προηγουμένως 3. φρ. «προαδικῶ μετὰ βίας τινά» εφαρμόζω ένα μέτρο με τη βία, εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι, προβιάζομαι* … Dictionary of Greek
προπροβιάζομαι — Α (ποιητ. τ.) επιτεταμένος τ. τού προβιάζομαι … Dictionary of Greek
προεβιάσατο — προβιάζομαι force aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)